- ανταπαντώ
- -άντησα, απαντώ σε απάντηση: Στην απαντητική επιστολή του ανταπάντησε κι εκείνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανταπαντώ — ανταπαντώ, ανταπάντησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: ανταπαντώ : στον προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταπαντώ — δίνω απάντηση για να αντικρούσω την απάντηση που έδωσε κάποιος σε προηγούμενο ερώτημα ή άποψη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + απαντώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ανθυπαντώ — ἀνθυπαντῶ ( άω) (Α) ανταπαντώ, δίνω απάντηση σε αντιρρήσεις (Λογγίνος) … Dictionary of Greek
ανθυποκρίνομαι — ἀνθυποκρίνομαι (Α) 1. ανταπαντῶ 2. υποκρίνομαι κι εγώ με τη σειρά μου … Dictionary of Greek
ανθυποφέρω — ἀνθυποφέρω (AM) φέρνω αντιρρήσεις αρχ. 1. ανταπαντώ 2. προκαλώ οπισθοδρόμηση, καθυστέρηση 3. αλλάζω, προκαλώ ριζικές αλλαγές … Dictionary of Greek
ανταπάντηση — η απάντηση που δίνεται για να αντικρούσει την απάντηση την οποία έδωσε κάποιος σε ερώτημα η άποψη που διατυπώθηκε προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαντώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον φιλόλογο Γρηγόριο Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
αντιτίθημι — ἀντιτίθημι (AM) (νεοελλ. μόνο το μέσο: αντιτίθεμαι) νεοελλ. ( εμαι) 1. είμαι αντίθετος, εναντιώνομαι σε κάτι 2. έχω αντίθετη φορά, κινούμαι προς την αντίθετη κατεύθυνση αρχ. μσν. ( μι) 1. αντιτάσσω, τοποθετώ κάτι ως εμπόδιο σε κάποιον 2.… … Dictionary of Greek
ξαναλέγω — και ξαναλέω (Μ ξαναλέγω) 1. λέγω κάτι για δεύτερη ή για πολλοστή φορά, ξεστομίζω πάλι, επαναλαμβάνω 2. ανταπαντώ, αποκρίνομαι πάλι νεοελλ. φρ. «τά ξαναλέμε» συνεχίζουμε τη συζήτηση … Dictionary of Greek